επεισόδιο, το, ουσ. [<αρχ. ἐπεισόδιον], το επεισόδιο. 1. απρόοπτο και βίαιο γεγονός, που διασαλεύει την κανονική διεξαγωγή μιας διαδικασίας: «κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα σημειώθηκαν διάφορα θλιβερά επεισόδια μεταξύ των φιλάθλων των δυο ομάδων, και ο διαιτητής, αναγκάστηκε να διακόψει για λίγο το παιχνίδι || στις πρόσφατες φοιτητικές εκλογές γίναμε μάρτυρες ακόμη και αιματηρών επεισοδίων, που προκάλεσαν οι θερμόαιμοι των διάφορων παρατάξεων με σκοπό να ματαιωθεί οι καταμέτρηση των ψήφων || η πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία τερματίστηκε χωρίς επεισόδια». 2. για άτομο που έχει αδικαιολόγητα υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγεται και η παρακάτω φράση: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο·
- έχασες επεισόδια, λέγεται συνήθως με κάποια ειρωνική διάθεση σε άτομο που για κάποιο λόγο δεν είναι γνώστης όλων των επίμαχων πτυχών κάποιας υπόθεσης ή διαμάχης: «εντέλει πότε παντρεύεται ο τάδε; -Έχασες επεισόδια, γιατί ο τάδε χώρισε». Συνήθως η φρ. κλείνει με το δικέ μου. Αναφορά στα επεισόδια τηλεοπτικού σίριαλ. Συνών. έχασες σελίδες / έχασες τεύχη·  
- θερμό επεισόδιο, ξαφνική ένταση μεταξύ δυο χωρών, που οδηγεί σε πολεμική σύγκρουση περιορισμένης κλίμακας: «καθώς τα ελληνικά μαχητικά μπήκαν στη διαδικασία αναχαίτισης των τουρκικών μαχητικών αεροπλάνων στο Αιγαίο, παραλίγο να δημιουργηθεί θερμό επεισόδιο»·
- κάνω επεισόδιο ή κάνω επεισόδια, δημιουργώ φασαρία, φασαρίες: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί συνέχεια κάνει επεισόδια και μας μπλέκει».